- λιμαγχικός
- λῑμαγχ-ικός, ή, όν,A famished, Hp.Epid.2.1.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιμαγχικός — λιμαγχικός, ή, όν (Α) [λιμαγχία] πεινασμένος, λιμασμένος … Dictionary of Greek
λιμαγχικοῖσι — λιμαγχικός famished masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμαγχικοῖσιν — λιμαγχικός famished masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)